Αρχική σελίδα ΕΙΔΗΣΕΙΣ \ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Έφυγε από την ζωή ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης

Έφυγε από την ζωή ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης

από CosmostTv

Τρεις φορές είχε παραιτηθεί ο Κώστας Σημίτης των αξιωμάτων που κατείχε στην εκάστοτε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, στον κομματικό μηχανισμό ή και στα δύο. Και τρεις φορές επανήλθε. Το 1979, δύο χρόνια προτού το ΠΑΣΟΚ αναλάβει την εξουσία, ο Κώστας Σημίτης παραιτήθηκε από το Εκτελεστικό Γραφείο, διαχωρίζοντας τη θέση του από την κομματική γραμμή, με αφορμή ένα φυλλάδιο κατά της ΕΟΚ.

Κατόπιν, ο Σημίτης παραιτήθηκε από υπουργός Εθνικής Οικονομίας το 1987 και πάλι το 1995, από ένα διαφορετικό «παραγωγικό» υπουργείο, αλλά εκφράζοντας ξανά, ανοιχτά και δημόσια, την κάθετη διαφωνία του με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Έτσι, ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ο μόνος από τους πρωτοκλασάτους επιτελείς του Παπανδρέου ο οποίος αποστασιοποιήθηκε τόσες φορές, και μάλιστα με τόσο έντονη διάσταση απόψεων με τον αρχηγό του, αλλά και τόσο ειρηνικά, τόσο αναίμακτα -δημοσίως τουλάχιστον- τόσο «πολιτισμένα». Ήταν, άραγε, αυτό ένα στοιχείο του χαρακτήρα του ή μία συνειδητά, προσεκτικά σχεδιασμένη τακτική; Τώρα πια μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα ότι ήταν και τα δύο, αξεχώριστα.


Ο Σημίτης ήταν ο μόνος μεταξύ των ηγετικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ που πάντα γύριζε πίσω, κάπως σαν επιβεβαίωση της κατά Φρίντριχ Νίτσε θεωρίας περί της «αιώνιας επιστροφής». Αποφεύγοντας να ακολουθήσει τη συνήθη οδό των διαφωνούντων, ότι θα τον ενδιέφερε σοβαρά π.χ. η δημιουργία ενός διαφορετικού κόμματος από το ΠΑΣΟΚ.

Κώστας Σημίτης: O μεθοδικός πολιτικός που παραιτήθηκε τρεις φορές και επανήλθε για να οδηγήσει την Ελλάδα στη Δύση 

Επιπλέον, το ότι διατήρησε απαρέγκλιτα έναν κώδικα συμπεριφοράς κόσμιο, χωρίς ρητορικές κορώνες και ακρότητες, χωρίς μελόδραμα και παραστάσεις πολιτικής οπερέτας όπως θα έκαναν πολλοί στη θέση του, δείχνει το ποιος ήταν ο Κώστας Σημίτης: Ένας εξαιρετικά φιλόδοξος άνθρωπος, με σπάνια πολιτική ευφυΐα και οξυδερκή αντίληψη για το πώς λειτουργεί το σύστημα νομής και διαχείρισης της εξουσίας, πώς θα μπορούσε ο ίδιος να πατήσει τα σωστά πλήκτρα και να γυρίσει τους σωστούς μοχλούς τη σωστή στιγμή ώστε να αναδειχθεί κυρίαρχος του παιχνιδιού.

Διέθετε επίσης και μία ακόμη πιο σπάνια, ειδικά για Έλληνα πολιτικό, μεθοδικότητα. Πιθανώς επειδή, ως κοινωνός της γερμανικής κουλτούρας και νοοτροπίας, ο Κώστας Σημίτης είχε ενστερνιστεί τον διάσημο νιτσεϊκό αφορισμό, που ο ίδιος ακολούθησε πιστά, σαν δόγμα για την ανέλιξή του. «Ό,τι δεν σε σκοτώνει» -στην πολιτική εν προκειμένω- «σε κάνει πιο ισχυρό».

Και η ισχύς του Κώστα Σημίτη ήταν ακριβώς η μεθοδικότητα, η υπομονή, η επιμονή. Η επιφανειακή συγκαταβατικότητα που έκρυβε όμως μια χαλύβδινη αυτοπεποίθηση. Οι χαμηλοί τόνοι. Η στρατηγική του, γενικώς, ήταν αυτή του μαραθωνοδρόμου, όχι του σπρίντερ ή του σούπερ-σταρ που μπορεί να γίνει διάττων. Ήξερε τους στόχους του και ήξερε επίσης τι χρειαζόταν για να τους επιτύχει, σε όλα τα επίπεδα.

Η φιλοδοξία του Κώστα Σημίτη να φτάσει ως την απόλυτη κορυφή είναι εκ των υστέρων ευανάγνωστη, σχεδόν προφανής. Εντούτοις, το στοιχείο που ίσως τον έκανε να ξεχωρίζει από κάθε άλλον ανταγωνιστή του στην κούρσα διαδοχής του Ανδρέα, ήταν ότι η «μέθοδος Σημίτη» ήταν εντελώς αντίθετη από τη «μέθοδο Παπανδρέου». Ο Σημίτης ήξερε ότι δεν θα μαγέψει ποτέ τα πλήθη όπως ο Ανδρέας, ότι ακόμη και εάν ευαγγελιζόταν οποιαδήποτε σοσιαλιστικό -ή σοσιαλδημοκρατικό, έστω- μετασχηματισμό, δεν θα γινόταν πιστευτός. Ούτε από τους ψηφοφόρους ούτε από το κόμμα.

Κώστας Σημίτης: O μεθοδικός πολιτικός που παραιτήθηκε τρεις φορές και επανήλθε για να οδηγήσει την Ελλάδα στη Δύση 

 

Εξάλλου, το 1995-1996, όταν ανοίχτηκε μπροστά του ο δρόμος προς την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και της χώρας (ή μάλλον με αντίστροφη σειρά), το πνεύμα των καιρών, το zeitgeist της εποχής, δεν ήταν πια εκείνο του ’81. Το επερχόμενο Millennium υπαγόρευε κάτι εντελώς διαφορετικό από τη σοσιαλίζουσα, αντι-δυτική υστερία που πυροδοτούσε και ενορχήστρωνε ο Ανδρέας Παπανδρέου καθ’ οδόν προς την κατίσχυση της «Αλλαγής» στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης.


Ο Σημίτης είχε συνειδητοποιήσει από νωρίς ότι, τουλάχιστον εντός ΠΑΣΟΚ, κανείς δεν είχε τη δική του συγκρότηση, τη δική του αντίληψη των τάσεων που διαμορφώνονταν διεθνώς και που η Ελλάδα θα έπρεπε, επιτέλους, να αποφασίσει πως θα έπρεπε να ακολουθήσει. Εξού και το δικό του όραμα, το δικό του «πρόταγμα» με καστοριαδικούς όρους, ήταν αυτό του εκσυγχρονισμού. Της σύγκλισης με την Ενωμένη Ευρώπη και τις ΗΠΑ επί της ουσίας -αλλά και πάση θυσία όπως θα αποδεικνυόταν.

Γι’ αυτό και καθεμία από τις τρεις παραιτήσεις του Κώστα Σημίτη ήταν και μια δοκιμαστική, διερευνητική βολή για το κατά πόσον πρόσφορο ήταν το έδαφος για να προχωρήσει. Εμμέσως ή και αμέσως, μια πολιτική διακήρυξη, ένα κωδικοποιημένο μανιφέστο. Το νόημα του οποίου, στον πυρήνα του, ήταν κάθε φορά ίδιο: Ότι ο Κώστας Σημίτης δεν ήταν διατεθειμένος να υποκύπτει εσαεί στη βούληση του αρχηγού του. Ότι δεν έβλεπε τον εαυτό του μόνο ως στενό συνεργάτη του Ανδρέα Παπανδρέου, συναγωνιστή και συνοδοιπόρο του από το 1969. Ο Σημίτης έβλεπε τον εαυτό του ως αυτόνομο και αυτόφωτο πολιτικό -ακόμη και σαν διάδοχο του Ανδρέα Παπανδρέου στην ηγεσία, του ΠΑΣΟΚ αλλά και της χώρας. Δήλωνε παρών -αλλά και ότι δεν βιαζόταν.

«Αγαπητέ Πρόεδρε, Σας επιβεβαιώνω και γραπτά την παραίτηση που σας υπέβαλα χτες» έγραφε ο Κώστας Σημίτης στις 26 Νοεμβρίου του 1987 «μετά τη δήλωσή σας, με την οποία προσδιορίσατε εκ νέου την εισοδηματική πολιτική του 1988. Η εισοδηματική πολιτική αποφασίστηκε μετά από συνεχείς συνεδριάσεις και σε απόλυτη συμφωνία μαζί σας. Η ανατροπή της δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ανέλαβα το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για να επαναφέρω στην ελληνική οικονομία σταθερότητα και να θέσω τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη. Η πολιτική των δύο τελευταίων ετών συνέβαλε ουσιαστικά προς αυτό το στόχο. Η χτεσινή εξέλιξη διακυβεύει τις προσπάθειες δύο ετών. Η εισοδηματική πολιτική ήταν πράγματι δυσάρεστη για τους εργαζόμενους. Προέκυψε όμως γιατί παρά τις επανειλημμένες παροτρύνσεις μου, η Κυβέρνηση δεν θέλησε να περιορίσει κατά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό το ύψος του καθαρού ελλείμματος του δημοσίου τομέα.


Μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα δε συμβιβάζονται με ελαστική εισοδηματική πολιτική όταν στόχος παραμένει ο περιορισμός του πληθωρισμού. Η εφαρμογή μιας πολιτικής που θα οδηγήσει με βεβαιότητα σε αντίθετο αποτέλεσμα εκείνου που θα ισχυρίζομαι δημόσια, δεν είναι σύμφωνη με τις πεποιθήσεις μου.

Θέλω να παραμείνω ειλικρινής απέναντι σε σας και στον ελληνικό λαό. Ελπίζω οι φόβοι μου να αποδειχθούν αβάσιμοι και ο νέος υπουργός να επιτύχει εκείνο το οποίο οι αριθμητικοί υπολογισμοί, οι συσκέψεις και οι γνώμες όλων των ειδικών απέδειξαν ανέφικτο. Θέλω τέλος να σας ευχαριστήσω για την εμπιστοσύνη και τη συμπαράσταση που μου δείξατε. Χωρίς εσάς δεν θα ήταν δυνατή η εφαρμογή μιας πολιτικής τόσο αντίθετης με τις πρακτικές πολλών ετών. Η συνεργασία σας υπήρξε πάντα πολύτιμη για μένα. Με φιλία και εκτίμηση, Κώστας Σημίτης».

Στην πράξη, οι ευπρεπισμένες καταγγελίες του Κώστα Σημίτη άφηναν να διαφανεί το τι ακριβώς συνέβαινε στο τέλος του 1987: Ο ψυχρός ορθολογισμός του Σημίτη ερχόταν σε μετωπική σύγκρουση με την λαϊκίστικη παροχολογία και την πελατειακή προσέγγιση του Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1981 το ΠΑΣΟΚ είχε παραλάβει το δημόσιο χρέος περίπου στο 30% του ΑΕΠ και το είχε ήδη υπερδιπλασιάσει, κυρίως λόγω της άκριτης πρόσληψης χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων. Ο Σημίτης προσπαθούσε να συγκρατήσει τον εκτροχιασμό της οικονομίας, εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης, με αυστηρή λιτότητα, η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε μείωση της μέσης πραγματικής αμοιβής των μισθωτών κατά 8,5% για το 1986 και 5,1% για το 1987. Ήταν προφανές ότι ο Κώστας Σημίτης δεν χωρούσε πλέον στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ -πολλώ δε μάλλον όταν παρασκηνιακώς ο Μένιος Κουτσόγιωργας προσπαθούσε συστηματικά να πείσει τον Ανδρέα ότι ο Σημίτης θα γινόταν η αιτία μιας εκλογικής ήττας και έπρεπε να απομακρυνθεί πάραυτα.

Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα από τη δεύτερη παραίτηση του Κώστα Σημίτη, το φθινόπωρο του 1995, θα έφτανε η στιγμή για την τρίτη -και τελειωτική. Διότι ο Σημίτης θα επέστρεφε μεν στην κυβέρνηση και στο ΠΑΣΟΚ, όπως είχε συμβεί και τις δύο προηγούμενες φορές, αλλά στην επάνοδό του τίποτα δεν θα ήταν πια ίδιο: Αυτή τη φορά το παιχνίδι θα παιζόταν με τους δικούς του όρους. Ο Ανδρέας θα έφευγε και ο Σημίτης θα γινόταν πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Επεισοδιακά και πάλι, αλλά, όλως παραδόξως, χωρίς την αιματηρή και βίαιη ρήξη που θα δικαιολογούσαν οι συνθήκες, εφόσον ο Σημίτης ήταν τότε ένας από τους κατεξοχήν εσωκομματικούς αντιπάλους του φθίνοντος Ανδρέα.

Ήδη από το 1994, ο Κώστας Σημίτης μαζί με τη Βάσω Παπανδρέου, τον Θεόδωρο Πάγκαλο και τον Παρασκευά Αυγερινό είχαν συγκροτήσει μια τετράδα σκληρής αντιπαράθεσης με τον Παπανδρέου, έναν πυρήνα δυνάμει ηγετικό. Ο Σημίτης, άλλωστε, είχε αποφύγει να συμπαρασταθεί στον Ανδρέα και να τον στηρίξει, ενδεχομένως ως μάρτυρας υπεράσπισης, την περίοδο του Ειδικού Δικαστηρίου. Αντ’ αυτού, το «’89», ο Κώστας Σημίτης είχε συμμετάσχει, για μερικούς μήνες, ως υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων στην Οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Αν και δεν ήταν ο μόνος, μιας και την ίδια επιλογή έκαναν κι άλλα διαπρεπή στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπως πχ ο Γιώργος Γεννηματάς, ο Κάρολος Παπούλιας κ.α.

Το 1995, όμως, ήταν σαφές ότι ο Κώστας Σημίτης έβλεπε ότι είχε έρθει η ώρα να ανοίξει τα χαρτιά του και να διεκδικήσει την απαλλαγή του ΠΑΣΟΚ από τον ίδιο τον ιδρυτή του, ο οποίος αντιμετωπιζόταν πλέον σαν υποχείριο της Δήμητρας Λιάνη και του κύκλου της.

Κώστας Σημίτης: O μεθοδικός πολιτικός που παραιτήθηκε τρεις φορές και επανήλθε για να οδηγήσει την Ελλάδα στη Δύση 



«Υπέβαλα την παραίτησή μου από υπουργός και μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου στον πρωθυπουργό και πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, κ. Ανδρέα Παπανδρέου» ανέφερε η ανακοίνωση του Κώστα Σημίτη που έλαβαν τα ΜΜΕ της εποχής τη Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 1995. «Στην επιστολή παραίτησης μου αναφέρω τα εξής» συνέχιζε ο Κώστας Σημίτης απευθυνόμενος, για τελευταία φορά ως υφιστάμενός του, στον Ανδρέα Παπανδρέου, «σας υποβάλλω την παραίτησή μου από υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας, Τεχνολογίας και Εμπορίου μετά τις χθεσινές δηλώσεις σας». [σ.σ.: Ο Ανδρέας είχε «αδειάσει» τον Σημίτη στη ΔΕΘ, με αφορμή την αδυναμία του να επιλύσει τα προβλήματα γύρω από την ιδιωτικοποίηση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Επιπλέον, ο Παπανδρέου είχε κατηγορήσει δημοσίως τον υπουργό του -αν και όχι ονομαστικά- για τη δημιουργία «τοξικού κλίματος», «μικροπολιτικές φιλοδοξίες» κ.α.]

Στην επιστολή της παραίτησής του ο Σημίτης ειρωνευόταν υποδορίως τον Παπανδρέου και τον απεγνωσμένο αυταρχισμό του: «Δεν πληροφορήθηκα μέχρι σήμερα κάποια διαφωνία σας για την πολιτική του υπουργείου. Ούτε εξέφρασαν διαφωνίες εκείνοι που σας εκπροσωπούν στις συσκέψεις των κυβερνητικών οργάνων. Ούτε με καλέσατε για να με πληροφορήσετε για τη διαφορετική σας γνώμη, ώστε να μεταβάλω πολιτική.

Εδώ και καιρό εξελίσσεται μια συστηματική εκστρατεία διαστρέβλωσης και δυσφήμισης της προσπάθειας του υπουργείου. Αιτία δεν είναι η πολιτική του. Αιτία είναι η διαφορετική μου γνώμη σε θέματα που αφορούν τη λειτουργία του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησης. Θύμα όμως της εκστρατείας είναι το έργο του Υπουργείου. Η πραγματοποίησή του γίνεται όλο και πιο δύσκολη.

Έπαινοι και κόλαφοι απονέμονται κατά καιρούς με κριτήριο τις ισορροπίες εξουσίας. Η στήριξη του έργου του Υπουργείου από την κυβέρνηση είναι υπό τις συνθή κες αυτές αντικείμενο συνεχούς πολιτικής διαπραγμάτευσης. Εξαρτάται από την αποδοχή λύσεων σε θέματα άσχετα από το υπουργείο, όπως θέματα λειτουργίας του ΠΑΣΟΚ. Το έργο του Υπουργείου θα αντιμετωπίζει όλο και περισσότερα εμπόδια όσο αυξάνονται οι δυσκολίες του ΠΑΣΟΚ. Το έργο του Υπουργείου όπως και των άλλων υπουργείων είναι προς το συμφέρον του ελληνικού λαού. Δεν μπορεί να εξαρτάται από συνεχή διαπραγμάτευση και συμβιβασμούς με τον κύκλο εξουσίας.

Σας υποβάλλω την παραίτησή μου και από το Εκτελεστικό Γραφείο. Οι δηλώσεις σας, στο πλαίσιο που περιέγραψα, περιέχουν ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα. Όρος παραμονής μου στην κυβέρνηση και τερματισμού της δημόσιας μείωσής μου είναι η ένταξή μου στους μονίμως συμφωνούντες. Σας επαναλαμβάνω και σήμερα ότι δεν θυσιάζω την ανεξαρτησία της σκέψης μου. Θα συνεχίσω να εργάζομαι ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ και ως βουλευτής για μια διαφορετική λειτουργία της κοινωνίας σύμφωνα με τις επιδιώξεις και τις αρχές του ΠΑΣΟΚ, όπως εργάστηκα από τη στιγμή της ίδρυσής του».

Το Σεπτέμβριο του 1995, όταν παραιτήθηκε ο Σημίτης, η δημοτικότητα του ΠΑΣΟΚ βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση -σε έναν θλιβερό συγχρονισμό με την υγεία του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Κώστας Σημίτης ήταν ανάμεσα σε εκείνους που προσπάθησαν να επιταχύνουν τις εξελίξεις με όλες τους τις δυνάμεις, διαβλέποντας ότι ο Παπανδρέου ήταν πλέον ένα εμπόδιο στην εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ -ή ακόμη και στη διατήρηση της συνοχής του, όπως και της εξουσίας. Δεν θα χρειαζόταν να περιμένουν πολύ.

Στο τέλος του Νοεμβρίου 1995, ο Ανδρέας Παπανδρέου εισάγεται στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο. Η πορεία της υγείας του είναι μη αναστρέψιμη και η επιστολή παραίτησής του απλώς επισφραγίζει το προδιαγεγραμμένο τέλος της πολιτικής καριέρας του Ανδρέα Παπανδρέου. Στις 18 Ιανουαρίου 1996 η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ εκλέγει τον Κώστα Σημίτη ως νέο πρωθυπουργό της Ελληνικής Δημοκρατίας. Και μόλις δύο εβδομάδες αργότερα, ο Σημίτης, από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων, ευχαριστεί δημοσίως την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, για τη μεσολάβησή της, ώστε να διευθετηθεί η κρίση των Ιμίων. Για πολλούς, αυτή η χειρονομία ήταν μια απογοήτευση, μια δήλωση υποτέλειας στις ΗΠΑ και τον Μπιλ Κλίντον, με τον οποίον ο Σημίτης είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις.

Κώστας Σημίτης: O μεθοδικός πολιτικός που παραιτήθηκε τρεις φορές και επανήλθε για να οδηγήσει την Ελλάδα στη Δύση 
Με τον Ανδρέα Παπανδρέου


Για τον ίδιο τον Σημίτη όμως, το «ευχαριστώ» στους Αμερικανούς, από τον πρόεδρο ενός κόμματος που έως μερικά χρόνια πριν υποκινούσε διαδηλώσεις με συνθήματα «Έξω οι βάσεις του θανάτου» και «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», ήταν απλώς η αναγνώριση της βοήθειας των ΗΠΑ στο να πρυτανεύσει ο ορθολογισμός, αντί για έναν τυφλό, αδιέξοδο και επιζήμιο εθνικιστικό παροξυσμό. Εξάλλου, ακόμη και ο Κλίντον έλεγε πως «αρχικά δεν είχα καταλάβει ότι δύο σύμμαχοί μας, η Ελλάδα και η Τουρκία, έφτασαν στα πρόθυρα της πολεμικής σύρραξης για βραχονησίδες όπου ζουν μόνο μερικά πρόβατα και κατσίκια».

Από την πολιτεία του Κώστα Σημίτη, πρώτα ως κυβερνητικού στελέχους και κατόπιν ως πρωθυπουργού κατά την περίοδο 1996-2004 μπορεί κανείς να ξεχωρίσει αρκετά ορόσημα, τα περισσότερα εκ των οποίων πολυσυζητημένα και αμφιλεγόμενα, αλλά σε κάθε περίπτωση καθοριστικά για την μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου φάση της μεταπολίτευσης. Άλλωστε, όχι αδικαιολόγητα, ο Κώστας Σημίτης θα είναι για πάντα «ο πρωθυπουργός των Ιμίων», του «ευχαριστώ την κυβέρνηση των ΗΠΑ», της παράδοσης του Αμπντουλάχ Οτζαλάν στις τουρκικές αρχές, των προσπαθειών για την επίλυση του Μακεδονικού κ.λπ.

Για άλλους, είναι ο πρωθυπουργός που ταυτίστηκε με την είσοδο της Ελλάδας, πρώτα στην ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ένωση) και κατόπιν στην Ευρωζώνη, με την εξασφάλιση ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 θα φιλοξενούνταν στην Αθήνα, με τον -υπερβολικό ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις- πολλαπλασιασμό των δημόσιων νοσοκομείων, με μεγάλα έργα υποδομών όπως η Εγνατία Οδός και η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, με το Αττικό Μετρό και το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», με καινοφανείς θεσμούς όπως ο Συνήγορος του Πολίτη και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.

Και, ας μην λησμονείται, ότι επί Κώστα Σημίτη δόθηκε η μεγάλη μάχη του κράτους με την αρχιεπισκοπή, όπως την εκπροσωπούσε ο μακαριστός Χριστόδουλος, για τις «ταυτότητες του Σατανά, με το 666» κ.ο.κ. Μια μαζική έκρηξη θρησκοληψίας, πρόδρομη των «ψεκ», η οποία έφερε στα όρια των αντοχών της την κυβέρνηση Σημίτη, σε ένα απροσδόκητα σοβαρό κοινωνικό μέτωπο.

Για το ΠΑΣΟΚ είναι εκείνος που φρόντισε να παραδώσει τη σκυτάλη της διαδοχής κατά τον πλέον ομαλό τρόπο, στον Γιώργο Παπανδρέου. Ασχέτως εάν στο μέλλον, αφού είχε αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική, ο Κώστας Σημίτης δεν θα εφείδετο επικρίσεων για τους ολέθριους χειρισμούς του ΓΑΠ και την προσφυγή στο ΔΝΤ. Ενδεικτικά, σε συνέντευξή του το 2017, ο Σημίτης κατακεραύνωνε τον διάδοχό του στη ηγεσία του ΠΑΣΟΚ λέγοντας μεταξύ άλλων ότι «πιστεύω πως μία σοβαρή πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να δείξει έναν άλλο δρόμο, δηλαδή να κάνει μία καλύτερη συμφωνία. Όλη η Ελλάδα έχει ξεχάσει ότι στο πρώτο μνημόνιο δεν αναφέρονταν οι ιδιωτικοποιήσεις και ότι η ίδια η Ελλάδα πρότεινε να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις. Η Ελλάδα, μάλιστα, τότε στις συζητήσεις, είχε διαβεβαιώσει ότι διαθέτει ρευστοποιήσιμη περιουσία 50 δισ. ευρώ, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί. Ο αριθμός ήταν τελείως φανταστικός. Δεν ανταποκρινόταν σε καμιά πραγματικότητα. Όταν είσαι στον βαθμό αυτό ανέτοιμος και λες τέτοιες σαχλαμάρες, το μνημόνιο έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα».

Το κλισέ για τον Κώστα Σημίτη και την κληρονομιά που άφησε στην ελληνική πολιτική, αλλά και στην Ελλάδα ευρύτερα από κοινωνικής και οικονομικής άποψης, συμπυκνώνεται στον όρο «εκσυγχρονισμός». Και, όντως, οι τομές που οραματίστηκε, σχεδίασε και, σε κάποιο βαθμό, κατόρθωσε να υλοποιήσει επί της οκταετίας του ως πρωθυπουργού, ώθησαν τη χώρα προς τα εμπρός, την προσέδεσαν στο συρμό της Ενωμένης Ευρώπης και της Δύσης. Από την άποψη αυτή, το έργο του Κώστα Σημίτη, ελάχιστα εναρμονίζεται με την αριστερίζουσα τάση του ΠΑΣΟΚ ή ακόμη και με τις καταβολές του ίδιου του Κώστα Σημίτη, ως απογόνου διακεκριμένου στελέχους του ΕΑΜ.

Κώστας Σημίτης: O μεθοδικός πολιτικός που παραιτήθηκε τρεις φορές και επανήλθε για να οδηγήσει την Ελλάδα στη Δύση 

 


Η επίσημη ιστορία

Ασφαλώς παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον το να διατρέξει κανείς όσα η ιστορία έχει ήδη γράψει για τον Κώστα Σημίτη. Στην κατεύθυνση αυτή, παρατίθενται εδώ ενδεικτικά, οι απόψεις δύο διαπρεπών επιστημόνων και συγγραφέων, του Κώστα Κωστή (από το έργο του «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας», εκδ. Πατάκη) και του Αντώνη Λιάκου («Ο Ελληνικός 20ος αιώνας», εκδ. Πόλις)

Επιγραμματικά, ο Κώστας Κωστής θεωρεί ο Κώστας Σημίτης ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης, παρόλον ότι δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει τη συμπάθεια, όχι μόνο της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αλλά ούτε καν των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.

Για τον Αντώνη Λιάκο, η εκσυγχρονιστική τάση ήταν η απόπειρα της Ελλάδας να αντεπεξέλθει στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης και ότι ο Κώστας Σημίτης είχε προειδοποιήσει εγκαίρως για την επερχόμενη κρίση και τα μνημόνια, αλλά δεν εισακούστηκε.

Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα για τον Κώστα Σημίτη και την πολιτική του, από τα βιβλία δύο διακεκριμένων Ελλήνων ιστορικών:

Κώστας Κωστής

«Όσο προχωρούμε προς το 2000, η απαξίωση της πολιτικής επιτείνεται, η ρευστότητα των επιλογών κατά τις εκλογές αυξάνεται και ο πολιτικός κυνισμός γίνεται όλο και πιο ισχυρός. Το αίτημα για μια αποτελεσματική διακυβέρνηση αποκτά πλέον το προβάδισμα ως κριτήριο για την έκβαση των εκλογικών αναμετρήσεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το ΠΑΣΟΚ. ανέδειξε, κάτω από αμφίρροπες συνθήκες, στην πρωθυπουργία πρώτα και στη συνέχεια στην προεδρία του κόμματος, ένα από τα ιδρυτικά του μέλη, τον Κώστα Σημίτη, μια προσωπικότητα εντελώς διαφορετική από τον προκάτοχό του, αλλά επίσης και μια προσωπικότητα εντελώς διαφοροποιημένη από τη λογική της παραδοσιακής πολιτικής πρακτικής της χώρας.

Νομικός, με σπουδές στη Γερμανία, ο Σημίτης ποτέ δεν κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια των Ελλήνων, ούτε καν των ψηφοφόρων του κόμματός του. Ωστόσο, αποδείχθηκε ένας από τους πιο επιτυχημένους πρωθυπουργούς στην ιστορία της Ελλάδας.

Στη διάρκεια της οκταετούς πρωθυπουργίας του ο Σημίτης πέτυχε να θέσει στόχους και να τους πετύχει. Η Ελλάδα το 2001 κατάφερε να ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ, παρά τα πολύ έντονα προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικονομία της.

Η απόφαση για συμμετοχή της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση θα οδηγούσε σε πλήρη ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος: Τα δημόσια ελλείμματα μειώθηκαν, ενώ το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του Α.Ε.Π. σταθεροποιήθηκε, αν και σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο.

Για την Ελλάδα, με τα πάγια προβλήματα στις εξωτερικές συναλλαγές της, η ένταξη στη ζώνη του ευρώ αποτέλεσε ανακούφιση και της προσέδωσε νέα οικονομική δυναμική, ενώ ταυτόχρονα διαμορφωνόταν ένα μακροοικονομικό περιβάλλον από κάθε άποψη ευνοϊκό για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Η Αθήνα διοργάνωσε με απόλυτη επιτυχία τους Ολυμπιακούς Αγώνες και η Ελλάδα, και κυρίως η βεβαρημένη Αθήνα, μπόρεσαν να κάνουν αλματώδη βήματα στη βελτίωση των υποδομών της και επομένως στη βελτίωση της ζωής των κατοίκων της.

Επίσης, σημαντικές ήταν οι επιτυχίες των κυβερνήσεων Σημίτη στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής. Η στροφή προς τη δημιουργία φιλικών σχέσεων με την Τουρκία αποδείχτηκε αποτελεσματική, όχι τόσο σε αυτές καθαυτές τις σχέσεις με τη γειτονική χώρα, όσο στη βελτίωση της θέσης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα έπαυε να είναι η χώρα που δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις Ε.Ε. και Τουρκίας, με αποτέλεσμα να αναδειχθούν τα πραγματικά προβλήματα που λάνθαναν μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων και της Τουρκικής Δημοκρατίας.

Αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής πολιτικής ήταν και η επιτυχία της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που φάνηκε ότι θα μπορούσε να διευκολύνει την εξεύρεση μιας λύσης στο Κυπριακό. Γενικότερα η ευθυγράμμιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές διευκόλυνε σημαντικά την αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας.

Ωστόσο, η αδυναμία του Σημίτη να κερδίσει τη συμπάθεια των Ελλήνων, η επιλογή συμβούλων που στη συνέχεια βρέθηκαν μπλεγμένοι σε σκάνδαλα παρά την κατά γενική ομολογία ακεραιότητα του ίδιου, αλλά και μια ανακατανομή εισοδημάτων σε βάρος των ασθενέστερων ομάδων αδυνάτισε σημαντικά τη θέση του ΠΑΣΟΚ.

Εν γένει, οι κυβερνήσεις Σημίτη μπορεί να πέτυχαν τους μεγάλους στόχους που είχαν θέσει (την ένταξη στο ευρώ και τους Ολυμπιακούς του 2004), δεν κατάφεραν ωστόσο να διευκολύνουν τη διάχυση των ωφελειών σε όλο το κοινωνικό φάσμα και κυρίως στις φτωχότερες ομάδες, παρά το γεγονός ότι έγιναν σημαντικές κοινωνικές δαπάνες.

Επιπλέον, οι κυβερνήσεις Σημίτη δεν πέτυχαν να αξιοποιήσουν ένα ρεύμα αλλαγών το οποίο είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα προκειμένου να προωθήσουν τις μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η χώρα. Αντιθέτως, χειρίστηκαν αδέξια μια σειρά από ζητήματα, με αποτέλεσμα να επωμισθούν σημαντικό πολιτικό κόστος, συχνά χωρίς λόγο και αιτία.

Η πτώση του χρηματιστηρίου μετά το 2000, που προκάλεσε σημαντικές απώλειες στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, αντιμετωπίστηκε ως μια συνωμοσία προς όφελος των ισχυρών, ενώ η σύγκρουση της κυβέρνησης με την Εκκλησία λόγω του ζητήματος των ταυτοτήτων προξένησε επίσης πολύ μεγάλη φθορά στο ΠΑΟΚ.

Τέλος, η απόπειρα ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του 2001 οδήγησε σε μια σύγκρουση, η οποία έδωσε τέλος στη μεταρρυθμιστική δυναμική μιας κυβέρνησης, η οποία βγήκε από τις εκλογές του 2000 νικήτρια μεν, αποδυναμωμένη δε. Λογική συνέπεια κάτι τέτοιο του γεγονότος ότι όλη η μεταρρυθμιστική προσπάθεια από το 1996 και μετά, που ταυτίστηκε με τον όρο εκσυγχρονισμός, ουδέποτε απέκτησε ρίζες στο πολιτικό σύστημα και αντιμετωπίστηκε πάντοτε ως εργαλείο για την συγκυριακά αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους.

Κάτι τέτοιο μπορεί να διαπιστωθεί στον πιο κρίσιμο τομέα της διακυβέρνησης, τον θεσμικό, όπου η συνταγματική μεταρρύθμιση του 2001 απέφυγε τις ριζικές τομές και προώθησε μόνο ορισμένες διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό έγινε από μια κυβέρνηση που σεβάστηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη προκάτοχό της στην εξουσία τις αρχές του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Έτσι, από το 2001 και μετά, το πείραμα του εκσυγχρονισμού χάνει διαρκώς τη δυναμική του και το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να εγκαταλείπεται ακόμη και από τους παραδοσιακούς υποστηρικτές του, μισθωτούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Στις αρχές του 2004 ο Κ. Σημίτης αποφάσισε να παραδώσει την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στον γιο του Ανδρέα Παπανδρέου, Γιώργο. Λίγο αργότερα, στις εκλογές, το ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε και η Νέα Δημοκρατία επανήλθε στην εξουσία υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ανιψιού του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το εκσυγχρονιστικό πείραμα της χώρας είχε τελειώσει, μόνο που οι συνέπειες θα καθυστερήσουν να εκδηλωθούν σε όλη τους την έκταση».

Αντώνης Λιάκος

«Το ιδεολογικό ρεύμα που εξέφρασε την πορεία της Ελλάδας προς την Ευρώπη και τις αντίστοιχες οικονομικές προσαρμογές και μεταβολές, ήταν ο εκσυγχρονισμός. Το ρεύμα αυτό ταυτίστηκε με τον Κώστα Σημίτη, πρωθυπουργό από το 1996 έως το 2004. Είναι όμως κάτι πολύ περισσότερο από τις πολιτικές της οκταετίας αυτής στο γύρισμα του αιώνα. Οι εκσυγχρονιστές ήταν πεπεισμένοι ότι τα προβλήματα της Ελλάδας δεν μπορούσαν να λυθούν με τις δυνάμεις της ίδιας της χώρας, αλλά μέσα από την ένταξη και ενσωμάτωσή της στην Ευρώπη. Θεωρούσαν ότι ο εκσυγχρονισμός και εξευρωπαϊσμός της χώρας ήταν μια ιστορική και ηθική αποστολή, την οποία υπηρετούσαν με ζήλο. Αν και ο Σημίτης αναδείχθηκε πρωθυπουργός και αρχηγός του ΠΑΣΟΚ το 1996 με ευρεία αποδοχή, οι εκσυγχρονιστές λειτουργούσαν ως ένας ιδιαίτερος κύκλος εντός και εκτός του κυβερνώντος κόμματος. Πολλοί, αλλά όχι όλοι, προέρχονταν από την ανανεωτική Αριστερά. Θεωρούσαν τον εκσυγχρονισμό όχι ως ιδεολογία αλλά ως υπέρβαση των ιδεολογιών και είχαν αναπτύξει ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο και μια αίσθηση περίοπτης μειοψηφίας. Δεν είχαν όμως όλοι την ίδια ευαισθησία απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα.

Τόσο ο ελληνικός όσο και ο δυτικοευρωπαϊκός και αμερικάνικος εκσυγχρονισμός συνδέθηκαν με τον κοσμοπολιτισμό, τις κριτικές θεωρίες για το έθνος, την πολυπολιτισμικότητα, την καλλιέργεια της διαφορετικότητας και την επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην Ελλάδα αυτή η σύνδεση, της οποίας κορύφωση ήταν η ‘μάχη των ταυτοτήτων’ το 2001, επέτρεψε τη δημιουργία μιας συμμαχίας, κυρίως με διανοουμένους, οι οποίοι στην προηγούμενη περίοδο του ΠΑΣΟΚ ήταν επιφυλακτικοί έως εχθρικοί με την πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου – τη χαρακτήριζαν λαϊκιστική και εθνικιστική σε μια σειρά από ζητήματα που ανέκυψαν μετά το 1989, όπως το Μακεδονικό και ο εμφύλιος πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία.

Στην οκταετία Σημίτη υιοθετήθηκαν πολιτικά προτάγματα που αποτελούσαν προνομιακά στοιχεία του προγραμματικού λόγου της ανανεωτικής Αριστεράς, όπως ο συνεπής ευρωπαϊσμός, η απαλλαγμένη από εθνικιστικές κορόνες εξωτερική πολιτική, η έμφαση στα πολιτικά δικαιώματα και στον εξορθολογισμό του κράτους. Ο ίδιος ο Σημίτης πρότεινε στο 2ο Τακτικό Συνέδριο του Συνασπισμού (Μάρτιος 1996) τη σύμπηξη μιας ευρείας παράταξης της Κεντροαριστεράς.

Ωστόσο, οι εκσυγχρονιστές, παρά τη ρητορική της διαφάνειας και της λογοδοσίας, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μηχανισμούς πρόληψης της διαφθοράς, στην οποία ενεπλάκησαν και κορυφαίοι υπουργοί της εποχής εκείνης. Αν και ο Σημίτης προειδοποίησε εγκαίρως για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και το ενδεχόμενο να καταφύγει η χώρα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αν και υπήρχε συνείδηση ότι το στοίχημα της συμμετοχής στην Ευρωζώνη δεν θα κερδιζόταν χωρίς μια θεαματική βελτίωση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, εντούτοις δεν έγινε δυνατό να αναχαιτισθεί η αμείλικτη παραγωγική και δημογραφική συρρίκνωση. Η συζήτηση για ένα καινούριο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, επαναλαμβανόμενη από τον Μεσοπόλεμο σε κάθε ιστορική φάση, έμεινε στις γενικές διακηρύξεις, όπως άλλωστε και τις προηγούμενες φορές».

Δείτε και τα παρακάτω δημοσιεύματα του CosmosTV

Adblock Detected

Υποστηρίξτε μας απενεργοποιώντας την επέκταση AdBlocker από τα προγράμματα περιήγησής σας για τον ιστότοπό μας.