Δεκαετία του ’80: Τα παλιά χρόνια που έζησε εκείνη η γενιά δεν περιείχε κινητά, ίντερνετ, καπουτσίνο και άλλες ανέσεις της σύγχρονης εποχής. Κάθε στιγμή ήταν ξεχωριστή, πιο έντονη, πιο ρεαλιστική. Από τη ντίσκο, οι άνθρωποι πήγαιναν στην εργασία τους. Τότε, υπήρχαν δουλειές, ενώ η διασκέδαση κρατούσε μέχρι το πρωί. Όσοι τα έζησαν, σίγουρα τα θυμούνται…
Πλαστικό ποτηράκι
Τότε, πηγαίναμε σχολείο με το πλαστικό ποτηράκι και το ταπεράκι με το σαντουϊτς της μαμάς από φρέσκο ψωμί… τότε δεν ήταν διαδεδομένα τα ψωμιά του τοστ. Οι πίνακες ήταν πράσινοι και οι κιμωλίες χωρίς πλαστικοποίηση, ξέφτιζαν στα χέρια μας καθώς γράφαμε. Οι δάσκαλοι ήταν αυστηροί και τραβάγανε και κανένα αυτί… Το βράδυ μετά το διάβασμα, βλέπαμε τηλεόραση στα δύο μοναδικά (Συγχωρεμένα) κανάλια της ΕΡΤ, στην ασπρόμαυρη τηλεόραση με τα μεγάλα κουμπιά.
Αν θέλαμε να δούμε καμιά καινούργια ταινία πηγαίναμε στο σινεμά. Τους χειμώνες κάθε Κυριακή τρώγαμε όλοι μαζί και μετά πηγαίναμε στο λούνα-παρκ. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε κάθε Κυριακή στη Βουλιαγμένη για μπάνιο, γιατί τότε οι παραλίες ήταν ελεύθερες για όλον τον κόσμο. Ύστερα, περιμέναμε τη στιγμή που θα φορτώναμε το παλιό FIAT για να πάμε διακοπές στο θείο ή στον παππού! Τριγυρνούσαμε με τα ποδήλατα και σκαρφαλώναμε στα δέντρα, πέφταμε και γδέρναμε τα γόνατα και τα χέρια μας, τότε… δεν υπήρχαν γιατρικά πολλά όπως τώρα, λίγο οινόπνευμα και υπομονή μέχρι να φύγει το τσούξιμο αρκούσαν.
Τα κορίτσια παίζανε με τη bibi-bo και τα αγόρια με τα palymobil. Σκαρφαλώναμε στους θερινούς κινηματογράφους, κρυφά, για να δούμε ακατάλληλες ταινίες και δε βγάζαμε τσιμουδιά! Μέναμε έξω μέχρι αργά. Οι γονείς μας αν ήθελαν να μας πουν οτι είναι ώρα να γυρίσουμε σπίτι, έβγαιναν στην εξώπορτα και φώναζαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν!
Χωρίς κινητά
Τα όμορφα καλοκαιρινά βράδια, μετά από την κούραση του παιχνιδιού πέφταμε ξεροί στα ντιβάνια της αυλής της γιαγιάς και κοιμόμασταν κάτω από τον έναστρο ουρανό, με συντροφιά το παλιό μονοφωνικό ραδιόφωνο του μπαμπά. Το πρωί λιώναμε στη θάλασσα και μετά στο φαϊ! Τα Σάββατα πηγαίναμε με τους γονείς μας στις roller-disco και τρώγαμε θεϊκές τούμπες προσπαθώντας να το παίξουμε αντράκια.
Ύστερα, ορμούσαμε στα ηλεκτρονικά και στο pacman, τα φλιπεράκια και το teτris έπαιρναν φωτιά, ξεπαραδίαζοντας τα τελευταία δεκάδραχμα από το παντελόνι του μπαμπά… Κλέβαμε τα άσπρα σεντόνια της γιαγιάς και φτιάχναμε κουκλοθέατρο, μα η χαρά κράταγε μέχρι να μας πάρουν πρέφα και να μας πάρει και να μας σηκώσει!
Δουλειά
Πλέναμε το αυτοκίνητο του θείου για να τσεπώσουμε 500 δραχμές και να το χαλάσουμε σε παγωτά, κάρτες και μπρελόκ. Τότε δεν υπήρχαν kinder έκπληξη, ούτε κάρτες Vodafone, Cosmote ή Wind. Τότε, είχαμε επαφή με τους φίλους μας! Πηγαίναμε σπίτι τους και τους φωνάζαμε να κατέβουν για να παίξουμε. Τότε δεν υπήρχε Facebook, Twitter και Skype. Ό,τι θέλαμε το λέγαμε κατ’ιδίαν και σε ιδιάζουσες περιπτώσεις μέσω τηλεφώνου. Τότε δεν υπήρχε αναγνώριση αριθμού, ούτε ασύρματα τηλέφωνα. Λέγαμε οτι ήμασταν κάπου ενώ ήμασταν κάπου αλλού! Την κοπανάγαμε μέσα στα δάση και αν κάτι συνέβαινε δε θα μας έβρισκε κανείς… δεν υπήρχαν hot spot, wi-fi και iPad για να δηλώσουμε την παρουσία μας…
Τα μεγαλύτερα αγόρια, τσιλιμπουρδίζαν με τα κορίτσια κι εμείς χασκογελούσαμε απο τη γωνία μέχρι να μας πετάξουνε κορόμηλα και να τραπούμε σε φυγή! Τρέχαμε ξυπόλητοι στους χωματόδρομους με τα πετσετέ σορτσάκια και τα δίχτυνα μπλουζάκια. Τσακωνόμασταν με τα μεγαλύτερα ξαδέρφια, γιατί δε μας παίρνανε μαζί τους στη Dorian – Gray, και τη Barbarella… τότε δεν υπήρχε Youtube και η μοναδική ευκαιρία να ακούσουμε Sandra και italo disco, ήταν να κρυφτούμε στο πίσω μπαλκόνι που έβλεπε στη ντίσκο, ή να πλύνουμε τα αυτοκίνητα όλης της οικογένειας και μετά να τρέξουμε στο δισκοπωλείο της γειτονιάς.
Η απόλυτη μουσική
Χορεύαμε μέχρι να πέσουμε ξεροί και διαλύαμε τις κασσέτες από το παίξιμο. Τότε δεν υπήρχαν CD και Mp3. Η μουσική ακουγόταν από κάθε σπίτι, από κάθε γωνιά της πόλης ή του χωριού. Για να ακούσουμε Dance department – Paradise τρέχαμε σαν τρελοί στον μεγάλο αδερφό της καλύτερής μας φίλης και τον παρακαλούσαμε να μας αφήσει να ακούσουμε τους καινούργιους δίσκους του.
Η μοναδική μας σχέση με την τηλεόραση ήταν για να δούμε κάντυ-κάντυ, roadrunner, Bugs Bunny, Thundercats και Οδύσσεια, παρέα με ένα carnation. Τότε δεν υπήρχαν παιδικά με τεράστιους κακούς με κόκκινα μάτια και ανατριχιαστικές φωνές.
Μοναδικά ρούχα
Στο σχολείο ποδιά και έξω πολύχρωμα φουστανάκια με κορδελλίτσες, σαλοπέτες και σωλήνες παντελόνια. Ο μεγάλος αδερφός κυκλοφορούσε με μαύρες δίχτυνες μπλούζες με νεκροκεφαλές και η μεγάλη αδερφή με καuτά σορτσάκια. Η μεγάλη ξαδέρφη φορούσε λαμέ ολόσωμες φόρμες και τα μαλλιά της ήταν τόσο φουσκωμένα που φάνταζε πολύ τζαμάτο στα μάτια μας! Ο μπαμπάς φορούσε παντελόνια με ζώνες, μπλουζάκι lacoste και στην κωλότσεπη είχε πάντα ένα πακέτο τσιγάρα Κεράνης. Η μαμά φορούσε εμπριμέ φουστάνια στο σπίτι και πουκάμισα με τεράστιες βάτες έξω.
Νεαροί
Οι νέοι, τότε είχαν όνειρα, ιδανικά… Μπορεί να φόραγαν σκουλαρίκια και να οδηγούσαν XT μηχανές, αλλά είχαν όνειρα και ιδανικά. Έβλεπαν έναν νέο κόσμο και ήθελαν πολύ να τον πλάσουνε από την αρχή μετά από 7 ολόκληρα χρόνια καταπίεσης. Είχαν ενέργεια και ελπίδα. Οι μεγάλοι είχαν σκοτάδι… Τους ένοιαζε μόνο η τιμή της κόρης, η παντρειά και μια θεσούλα στο Δημόσιο για το παιδί τους. Τότε, όποιος νέος ή νέα, σύχναζε στις Ντίσκο ήταν αλήτης και κακός.. όποιος νέος ονειρευόταν ένα μέλλον μακριά από το Δημόσιο ήταν αναρχικός… Και οι μεγάλοι συνέχιζαν την κληρονομιά που 7 χρόνια καταπίεζε τους νέους για να μη νιώθουν, να μην έχουν ιδανικά.
Τότε, οι περισσότερες Ελληνικές ταινίες είχαν θέμα κοινωνικό. Ναρκωτικά, εγκληματικότητα… γιατί παρ’όλο που η ζωή ήταν αλλιώς, νέες παγίδες έριχναν τους νέους στο περιθώριο… το γιατί ίσως το ξέρετε καλύτερα εσείς που τότε ήσανσταν νέοι… εμείς που ήμασταν παιδιά.. μέσα από τα μάτια μας φάνταζε γκραν-γκινόλ, η τσιρίδα της μαμάς και το χτύπημα του χεριού του μπαμπά στο τραπέζι, γιατί ο μεγάλος αδερφός πήρε μηχανή και η μεγάλη αδερφή βγήκε ραντεβού!
Παππούς και γιαγιά
Η γιαγιά και ο παππούς έκαναν κήρυγμα για την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ και το πόσο πιο καλά θα είναι για εμάς. Εμείς τα παιδιά δεν καταλαβαίναμε πολλά, αλλά ο μεγάλος αδερφός κουνούσε το κεφάλι σαν κάτι να ήξερε παραπάνω.
Τα απογεύματα, η γιαγιά κι ο παππούς μας πήγαιναν στην παιδική χαρά και όσο εμείς παίζαμε, εκείνοι κάνανε πηγαδάκια με άλλες γιαγιάδες και παππούδες αναπολώντας τις ωραίες στιγμές της εποχής τους. Το βράδυ μας κυνηγούσανε στις γειτονιές και φωνάζανε να κατέβουμε από τα δέντρα και να μη φάμε άλλα κορόμηλα μη μας πιάσει η κοιλιά μας! Όταν σπάγαμε τα κεφάλια μας και πέφταμε από τα ποδήλατα μας έβαζαν τσιρώτα, τότε τα μοντέρνα αδιάβροχα χαντζαπλάστ… δεν υπήρχαν.
Το πρωί, μας έφτιαχναν ψωμί με μερέντα και γάλα από την κατσίκα. Τα βράδια μας σκέπαζαν με τα ναϋλον λουλουδάτα σεντόνια και μας χαϊδευαν τα μαλλιά μέχρι να μας πάρει ο ύπνος… Το χειμώνα μας μάθαιναν πολλαπλασιασμό και γραμματική. Μας έπαιρναν από το σχολείο και όταν γυρνούσαμε σπίτι βρίσκαμε ένα ζεστό πιάτο φαϊ.
Μπαμπάς και μαμά
Η μαμά συνήθως δε δούλευε. Ο μπαμπάς δούλευε σα σκυλί και έκανε ό,τι μπορούσε για εμάς. Ήταν αυστηρός και απόλυτος. Δε μας άφηνε να πηγαίνουμε στη ντίσκο και φώναζε αν δεν είχαμε καλούς βαθμούς ή αν δε θέλαμε να γίνουμε γιατροί ή δημόσιοι υπάλληλοι. Τρέμαμε μη μας πιάσει σε καμιά γωνία με το αμόρε και αλλάζαμε δρόμο μετά την κοπάνα να μη μας τσακώσει! Η μαμά ήταν νοικοκυρά και καμμιά φορά υποταγμένη. Έλεγε ναι σε ό,τι επέβαλε ο μπαμπάς, ακόμα κι αν ήταν άδικο και απόλυτο.
Οι γονείς μας τότε, προσπαθούσαν να μας προστατεύσουνε από το κακό. Μας διηγούνταν ιστορίες για το Πολυτεχενείο και τη δράση τους! Αλλά όταν εμείς επαναστατούσαμε μας συμβούλευαν να κοιτάμε το συμφέρον μας και όχι το συμφέρον του συνόλου. Εκθίαζαν τη γενιά τους για τα ιδανικά και τις ιδέες του, αλλά όταν εμείς είχαμε λίγα από αυτά μας έλεγαν αναρχικούς και πανκ.
Δεκαετία του ’80: Ωραία χρόνια
Τότε, ζούσαμε κάθε στιγμή.. Πέφταμε, χτυπούσαμε και ξανασηκωνόμασταν. Μαθαίναμε γράμματα και οι δάσκαλοι μας τραβούσαν τα αυτιά. Παίζαμε μέχρι αργά και κλέβαμε φρούτα από τα δέντρα. Μεγαλώναμε με μουσική που δεν θα ξαναυπάρξει ποτέ… κάναμε κόντρες με τις μηχανές και καπνίζαμε Κεράνης.
Πηγαίναμε σινεμα, πίναμε φραπέ και παίζαμε με τους φίλους μας κάθε μέρα. Μεγαλώναμε σε έναν κόσμο όμορφο με πολλές δυσκολίες και είχαμε ιδανικά για ένα καλύτερο μέλλον. Παλεύαμε να ξεπεράσουμε το χαρτί των πολιτικών φρονημάτων, τις σκουριασμένες ιδέες των μεγάλων που μας έφεραν ως εδώ και τη λανθασμένη έννοια της αναρχίας. Αγαπούσαμε αληθινά και παρ’όλες τις δυσκολίες.. ζούσαμε, αναπνέαμε και ρουφούσαμε τη ζωή.
Γιατί τότε.. δεν υπήρχε κινητό, Facebook και Youtube. Υπήρχε η ανθρώπινη επαφή, η φιλία και η τελευταία γενιά με ιδανικά, που εξαϋλώθηκε μέσα στο πέρασμα του χρόνου.